- λάω
- (I)λάω (Α)1. (λ. αμφβλ. ερμ.) βλέπω ή, κατ' άλλους, αρπάζω, συλλαμβάνω, ή, κατ' άλλους, τρώγω με απόλαυση (α. «κύων ἔχε ποικίλον ἐλλόν, ἀσπαίροντα λάων» — ο σκύλος κρατούσε το μικρό πολύχρωμο ελάφι: i. βλέποντάς το να σπαράζειii. αρπάζοντάς το καθώς σπάραζεiii. [κατά τον Αρίσταρχο] τρώγοντάς το με απόλαυση ή απολαμβάνοντάς το καθώς αυτό σπάραζε, Ομ. Οδ.β. «ὁ μὲν λάε νεβρὸν ἀπάγχων»i. έβλεπε το μικρό ελάφι καθώς τό έπνιγεii. άρπαζε το μικρό ελάφι πνίγοντάς τοiii. [κατά τον Αρίσταρχο] έτρωγε με απόλαυση το μικρό ελάφι αφού τό έπνιξε, Ομ. Οδ.γ. «οὐδέ κεν αὐτὸν αἰετὸς ὀξὺ λάων ἐσκέψατο», Υμν. Ερμ.δ. «λάετεσκοπεῑτε, βλέπετε», Ησύχ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «λάεἐψόφησεν, οἱ δὲ ἐφθέγγετο».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται ετυμολογικά για ένα ή περισσότερα ρήματα, μια και εμφανίζει διάφορες σημ.: 1): βλέπω2) τρώγω με απόλαυση3) κραυγάζω. Η λ. με τη σημ. «βλέπω» συνδέεται πιθ. με το επίθ. αλαός* «τυφλός» και με αρχ. ινδ. lasati «λάμπω». Κατ' άλλη άποψη, η μτχ. λάων, με τη σημ. «κραυγάζω δυνατά», προήλθε από μτχ. παρακμ. λε-λη-λώς (πρβλ. λάσκω)].————————(II)λάω (Α)βλ. λω.
Dictionary of Greek. 2013.